- σπόριμος
- -η, -ο / σπόριμος, -ον, ΝΜΑ, και σπόριμος, -ίμη, -ον, θηλ. ποιητ. και -ίμα, Α [σπόρος]1. (για αγρό) κατάλληλος για σπορά, για καλλιέργεια σιτηρών (α. «σπόριμο χωράφι» β. «γῆ σπόριμος», Ξεν.γ. «σπορίμοιο δι' αὔλακος», Θεόκρ.)2. (για σπόρο ή φυτό) κατάλληλος να σπαρεί, να παραγάγει καρπό («χόρτον σπόριμον σπεῑρον σπέρμα», ΠΔ)3. (για μήνα ή μέρα) ο κατάλληλος για να γίνει η σποράαρχ.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ σπόριμοςγη κατάλληλη για σπορά2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σπόριμαοι σπαρμένοι αγροί3. φρ. «αἰδὼς σπόριμος» — το πέος.
Dictionary of Greek. 2013.